- ερεβινθοειδής
- -έςαυτός που μοιάζει με ρεβίθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέβινθος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερεβινθώδης — ες (AM ἐρεβινθώδης, ες) [ερέβινθος] αυτός που μοιάζει με ρεβίθι, ο ερεβινθοειδής … Dictionary of Greek